- διατάξω
- emir vermek, emretmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
διατάξω — διατάσσω appoint aor subj act 1st sg διατάσσω appoint fut ind act 1st sg διατάσσω appoint aor subj act 1st sg διατάσσω appoint fut ind act 1st sg διατάσσω appoint aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) διατάσσω appoint aor ind mid 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek